-
1 ἡμερότης
ἡμερότης, ητος, ἡ, das Zahmsein, die Sanftmuth; καὶ μαλακία Plat. Rep. III, 410 d; Ggstz ἀγριότης, Arist. H. A. 8, 1.
-
2 μαλακία
μαλακία, ἡ, Weichheit, bes. Weichlichkeit, wie sie bes. den Persern von den Griechen vorgeworfen wird, Isocr. 4, 149, Μήδων, Xen. Cyr. 8, 8, 15, μαλακίᾳ ϑρυπτομένου, Conv. 8, 8; Plat. vrbdt μαλακία καὶ ἀργία, Rep. III, 398 e, καὶ ἡμερότης, ib. 410 d; διὰ μαλακίαν ψυχῆς, Gorg. 491 b; καὶ ῥᾳϑυμία, Is. 10, 11; καὶ ἀταξίη, Her. 6, 11; der καρτερία entgegengesetzt, Mangel an Thatkraft, an kräftigen Entschlüssen, Schlaffheit im Handeln, Xen. Ages. 5, 2, wie auch Thuc. 1, 122 ἀξυνεσία, μαλακία, ἀμέλεια als Fehler der Bürger zusammenstellt; Arist. eth. 3, 7 erkl. es als τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα; ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστι 7, 7. Von körperlicher Schwachheit, Her. v. Hom. 36. – Bei Isae. 8, 36 παράγων ἄνδρα ϑεραπείαις καὶ μαλακίαις hat Bekker κολακείαις aufgenommen.
См. также в других словарях:
ημερότητα — η (AM ἡμερότης) [ήμερος] (για πρόσ. και για ζώα) η πραότητα, η ηπιότητα («ἡμερότης καὶ ἀγριότης», Αριστοτ.) μσν. αρχ. τίτλος Βυζαντινών αυτοκρατόρων («ἡ ἡμετέρα ἡμερότης», Ιουστιν.) αρχ. (για χώρα) η καλλιέργεια («τὴν δέ αὔξησιν καὶ ἡμερότητα»,… … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek